- τραπεζιτικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τραπεζίτη ή τράπεζα: Τραπεζιτική επιταγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραπεζιτικός — ή, ό / τραπεζιτικός, ή, ον, ΝΑ [τραπεζίτης] τραπεζικός (α. «τραπεζιτική επιταγή» β. «Τραπεζιτικός τοῦ Ἰσοκράτους» τίτλος τού 17ου λόγου τού Ισοκράτους γ. «ἡ τραπεζιτική στοά» το περιστύλιο τών τραπεζιτών) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζιτικόν.… … Dictionary of Greek
τραπεζιτικός — τραπεζῑτικός , τραπεζιτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικῶν — τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of fem gen pl τραπεζῑτικῶν , τραπεζιτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικόν — τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of masc acc sg τραπεζῑτικόν , τραπεζιτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
τραπεζιτικοῖς — τραπεζῑτικοῖς , τραπεζιτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικοῦ — τραπεζῑτικοῦ , τραπεζιτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικάς — τραπεζῑτικά̱ς , τραπεζιτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζιτικῆς — τραπεζῑτικῆς , τραπεζιτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)